- κυρίτες
- οι (Α Κυρῑται, οἱ)επωνυμία τμήματος τού λαού τής Ρώμης, οι πολίτες τής Ρώμης, σε αντιδιαστολή προς τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Quiris, -itis και πιο συχνά στον πληθ. Quirites, -ium].
Dictionary of Greek. 2013.