κυρίτες

κυρίτες
οι (Α Κυρῑται, οἱ)
επωνυμία τμήματος τού λαού τής Ρώμης, οι πολίτες τής Ρώμης, σε αντιδιαστολή προς τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Quiris, -itis και πιο συχνά στον πληθ. Quirites, -ium].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυριτικό — και κουιριτικός και κουιρικός, ή, ό [Κυρίτες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κυρίτες, δηλ. στους Ρωμαίους πολίτες 2. φρ. α) «κυριτικό δίκαιο» το δίκαιο τής προκλασικής περιόδου τής Ρώμης, που ρύθμιζε προνομιακώς τα θέματα μόνο τών Ρωμαίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”